- μελίανθος
- οβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μελιανθίδες με 6 είδη θάμνων τής νότιας Αφρικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράφυλλο — Έτσι ονομάζονται τα μικρά εξαρτήματα του φύλλου που βρίσκονται κοντά στο σημείο της πρόσφυσής του με τον βλαστό ή προσκολλημένα στον μίσχο του. Τα π. είναι μικρά ελάσματα διαταγμένα συμμετρικά. Ονομάζονται μισχοφυή όταν φυτρώνουν μαζί με τον… … Dictionary of Greek